- καλτσώνω
- [κάλτσα]φορώ σε κάποιον κάλτσες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλτσώνω — ωσα, ώθηκα, καλτσωμένος, βάζω σε κάποιον τις κάλτσες: Κάλτσωσε το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλτσωμα — το [καλτσώνω] η ενέργεια τού καλτσώνω, τό να βάζει ένας κάλτσες σε κάποιον ή να φορεί ο ίδιος κάλτσες … Dictionary of Greek
ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» … Dictionary of Greek
ξεκαλτσώνω — βγάζω τις κάλτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλτσώνω] … Dictionary of Greek